μετεωροσκοπείο

μετεωροσκοπείο
το ο χώρος όπου γίνονται οι μετεωρολογικές παρατηρήσεις και μελέτες, μετεωρολογικός σταθμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετεωροσκοπείο — το (Α μετεωροσκοπεῑον) [μετεωροσκόπος] νεοελλ. τόπος από τον οποίο γίνονται μετεωρολογικές παρατηρήσεις, μετεωρολογικός σταθμός αρχ. το μετεωροσκόπιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”